- ἐπινοηματικός
- ἐπι-νοηματικός, ή, όν, zum Überlegen, Ersinnen geschickt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπινοηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινοηματικός, -ή — ό επινοητικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοηματικόν — ἐπινοηματικός masc acc sg ἐπινοηματικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοηματικούς — ἐπινοηματικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)